Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρύομαι — (Α) (δωρ. τ.) βλ. μηρύομαι … Dictionary of Greek
μηρύομαι — και δωρ. τ. μαρύομαι (Α) 1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρω («ιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.) 2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής 3. υφαίνω 4. εξάγω φλέγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος] … Dictionary of Greek